-
1 летний
-
2 летний
-яя, ееεπ.καλοκαιρινός, -ριάτικος, θερινός•летний день καλοκαιριάτικη μέρα•
-отдых παραθερισμός•
-ие каникулы θερινές διακοπές•
летний кинотеатр καλοκαιρινό (υπαίθριο) κινηματοθέατρο.
-
3 летний
летн||ийприл καλοκαιρινός, θερινός:\летний отдых ἡ καλοκαιρινή ἀνάπαυση, ἡ παραθέριση· \летнийяя жара ἡ καλοκαιριάτικη ζέστα· \летнийие каникулы οἱ θερινές διακοπές. -
4 муссон
(ветер) о μουσώνας (ξεν.) (εποχιακός άνεμος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муссон